- Διομήδει
- ΔιομήδηςJove-counselledmasc nom/voc/acc dual (attic epic)Διομήδεϊ , ΔιομήδηςJove-counselledmasc dat sg (epic ionic)ΔιομήδηςJove-counselledmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διομήδε' — Διομήδεα , Διομήδης Jove counselled masc acc sg (epic ionic) Διομήδει , Διομήδης Jove counselled masc nom/voc/acc dual (attic epic) Διομήδεϊ , Διομήδης Jove counselled masc dat sg (epic ionic) Διομήδει , Διομήδης Jove counselled masc dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… … Dictionary of Greek
επορέγω — ἐπορέγω (Α) [ορέγω] 1. προτείνω, προσφέρω, απονέμω («εἴ περ ἂν οὔτε Ζεὺς ἐπὶ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κῡδος ὀρέξῃ», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἐπορέγομαι εκτείνομαι, απλώνομαι προς τα εμπρός, φθάνω («ἔνθ’ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέως υἱὸς ἄκρην οὔτασε χεῑρα… … Dictionary of Greek